ανέμελος

ανέμελος
η , ο
1) см. αμελής 1; 2) беззаботный, беспечный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανέμελος" в других словарях:

  • ανέμελος — η, ο κ. ανάμελος, η, ο 1. εκείνος που δεν εχει κανένα μέλημα, ξέγνοιαστος, αμέριμνος 2. αμελής, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε στερ.. + μέλω «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ανέμελος, -η — ο ανάμελος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμελώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά] …   Dictionary of Greek

  • αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… …   Dictionary of Greek

  • αμελιά — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1922. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 13,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 9,5. O …   Dictionary of Greek

  • ανάμελος — και ανέμελος, η, ο αδιάφορος, αφρόντιστος, ατημέλητος, ξένοιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα *, ανε * στερ. + μέλει. ΠΑΡ. αναμελεύω, αναμελιά, αναμελώ] …   Dictionary of Greek

  • μποέμικος — η, ο [μποέμ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μποέμ, ανέμελος, ξένοιαστος («μποέμικη ζωή»). επίρρ... μποέμικα με τρόπο που αρμόζει σε μποέμ, ανέμελα, ξένοιαστα …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • αδιάφορος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται, ανέμελος: Είναι τελείως αδιάφορος για τις υποθέσεις του. 2. αυτός που δεν ενδιαφέρει: Η αποτυχία του τον άφηνε αδιάφορο. 3. στη χημεία, «σώματα αδιάφορα», όσα δεν είναι οξέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μήνας — ο 1. μια από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ημερολογιακού έτους που έχει διάρκεια 30 ή 31 συνεχών ημερών. 2. φρ., «Βρήκε το μήνα που τρέφει τους έντεκα», για αυτούς που βρήκαν τρόπο να έχουν λεφτά χωρίς να εργάζονται· «Εννιά έχει ο μήνας», είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»